δείδεκτο
From LSJ
English (LSJ)
δειδέχαται, δειδέχατο,
A v. δειδίσκομαι;
Greek (Liddell-Scott)
δείδεκτο: δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. δείκνυμι.
Full diacritics: δείδεκτο | Medium diacritics: δείδεκτο | Low diacritics: δείδεκτο | Capitals: ΔΕΙΔΕΚΤΟ |
Transliteration A: deídekto | Transliteration B: deidekto | Transliteration C: deidekto | Beta Code: dei/dekto |
δειδέχαται, δειδέχατο,
A v. δειδίσκομαι;
δείδεκτο: δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. δείκνυμι.