ὀρνεοθηρευτικός

From LSJ
Revision as of 11:18, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνεοθηρευτικός Medium diacritics: ὀρνεοθηρευτικός Low diacritics: ορνεοθηρευτικός Capitals: ΟΡΝΕΟΘΗΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: orneothēreutikós Transliteration B: orneothēreutikos Transliteration C: orneothireftikos Beta Code: o)rneoqhreutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, skilled in bird catching: ἡ ὀρνεοθηρευτική = art of bird catching (sc. τέχνη) Ath.1.25d.

German (Pape)

[Seite 382] ή, όν, zum Vogelfange gehörig, ἡ ὀρνεοθηρευτική, sc. τέχνη, die Kunst des Vogelsangs, Ath. I, 25 c.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνεοθηρευτικός: -ή, -όν, ἔμπειρος περὶ τὴν θήραν πτηνῶν· ἡ ὀρνεοθηρευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Ἀθήν. 25D.

Greek Monolingual

ὀρνεοθηρευτικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι πτηνών
2. έμπειρος στο κυνήγι πτηνών
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀρνεοθηρευτική
η τέχνη του κυνηγιού τών πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + θηρευτικός.