δαμνῆτις

From LSJ
Revision as of 10:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαμνῆτις Medium diacritics: δαμνῆτις Low diacritics: δαμνήτις Capitals: ΔΑΜΝΗΤΙΣ
Transliteration A: damnē̂tis Transliteration B: damnētis Transliteration C: damnitis Beta Code: damnh=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, subjugatress, she that subdues, Hsch. δάμνια· θύματα, σφάγια, Id.

Spanish (DGE)

-ιδος, ἡ dominadora, vengadora Hsch.

German (Pape)

[Seite 522] ιδος, ἡ, die Bändigende, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

δαμνῆτις: -ιδος, ἡ, γυνὴ ἥτις ὑποτάσσει, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

δαμνῆτις (-ιδος), η (Α)
αυτή η οποία δαμάζει ή τιμωρεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ρ. δάμνημι. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από τους τραγικούς κατά το δασπλήτις].