enterprise
From LSJ
ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμή → customary price of artaba
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Zeal: P. and V. σπουδή, ἡ, προθυμία, ἡ. Attempt: P. and V. πεῖρα, ἡ, ἐγχείρημα, τό, P. ἐπιχείρημα, τό, ἐπιχείρησις, ἡ, ἐπιβολή, ἡ. Bold enterprise: P. and V. τόλμημα, τό, κινδύνευμα, τό, V. τόλμα, ἡ.