δέησις, Hsch.
[Seite 1370] τό, ep., aber nachhomerisch, = χρέος, χρέως.
v.l. for χρεῖος, see χρέος.
Α(κατά τον Ησύχ.) «δέησις».[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χρή].