ἐνδρομέω
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
English (LSJ)
A run into, τινί Max.282 (v.l. ἐπι-). II run through, Λιβυκῶν πόρων AP7.395 (Marc. Arg.).
German (Pape)
[Seite 835] darin laufen, M. Arg. 33 (VII, 395).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδρομέω: καὶ ποιητ. ἐνιδρομέω, τρέχω ἔν τινι, Σελήνη ταύρῳ ἐνιδρομέουσα κατ’ οὐρανὸν ἰδάλληται Μάξ. περὶ καταρχῶν 282. ΙΙ. εἰσορμῶ, Λιβυκῶν ἐνδρομέοντα πόρων Ἀνθ. Π. 7. 395· ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον εὐδρομέοντα.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐνιδρ- Max.282
1 correr hacia, al encuentro de c. dat. Σελήνη Ταύρῳ ἐνιδρομέουσα Selene corriendo hacia Tauro Max.l.c.
2 navegar velozmente ὃν βαθὺ χεῦμα ἔσφηλεν ... ἐνδρομέοντα que una violenta corriente echó a pique mientras navegaba, AP 7.395 (Marc.Arg.).
Russian (Dvoretsky)
ἐνδρομέω: пробегать, проходить в своих странствиях (Λιβυκῶν πόρων Anth.).