ἐναντλέω
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
draw in: metaph. in Pass., ἀκοὴ φωναῖς ἁπάσαις -ουμένη Ph.1.574 (v.l. ἐπ-).
German (Pape)
[Seite 827] einschöpfen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντλέω: ἀντλῶ ἔν τινι, πληρῶ, μεταφ., ἄστεγος δὲ ἀκοή, φωναῖς ἁπάσαις ἐναντλουμένη Φίλων 1. 574.
Spanish (DGE)
verter dentro, llenar ψυχροῦ ὕδατος ποτήριον ... ἐναντλήσας Anon.Arian.Virg.72.