ἱεροεργός
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Full diacritics: ἱεροεργός | Medium diacritics: ἱεροεργός | Low diacritics: ιεροεργός | Capitals: ΙΕΡΟΕΡΓΟΣ |
Transliteration A: hieroergós | Transliteration B: hieroergos | Transliteration C: ieroergos | Beta Code: i(eroergo/s |
όν, v. ἱερουργός.
poét. c. ἱερουργός.
ἱεροεργός: -όν, ἴδε ἱερουργός.
ἱεροεργός, -όν (Α) βλ. ιερουργός.