γάβενον

Revision as of 16:14, 10 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

Spanish (DGE)

-ου, τό
cuenco, escudilla Hsch.
• Etimología: Rel. gr. moderno γάβανο ‘cuenco’ y deriv. quizá de *γάβινον c. asimilación progresiva de la /i/ a la /a/ precedente.

Greek Monolingual

γάβανο, το και γαβάνα, η και γαβάνι, το (Μ γάβενον, το)
1. πιάτο
2. πήλινο ποτήρι
3. ξύλινο στρογγυλό δοχείο με σκέπασμα για τη μεταφορά φαγητού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γάβαθον. Η μετακίνηση του τόνου στο θηλ. γαβάνα αναλογικά προς το συνώνυμο γαβάθα].