κεκράανται
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
v. κραίνω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. de κραίνω.
Greek (Liddell-Scott)
κεκράανται: κεκράαντο, ἴδε ἐν λέξ. κραίνω.
English (Autenrieth)
see κεράννυμι.
Greek Monotonic
κεκράανται: -αντο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του κραίνω.
Russian (Dvoretsky)
κεκράανται: (ρᾱ) эп. 3 л. pl. pf. pass. к κραίνω.