σφοδελός
From LSJ
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
English (LSJ)
ὁ, = ἀσφόδελος, Ar.Fr.674, cf.Hdn.Gr.2.152; proparox. in Hsch. (σφοδελός and σποδελός were read by some in Hom., v. Hdn.Gr. l.c.)
Greek (Liddell-Scott)
σφοδελός: ὁ, = ἀσφόδελος, Ἀριστοφ. ἐν Μeineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2, σ. 1198.
Greek Monolingual
ή σφόδελος, ὁ, Α
το φυτό ασφόδελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀσφόδελος / ἀσφοδελός, με σίγηση του αρκτικού άτονου α-].
Russian (Dvoretsky)
σφοδελός: ὁ Arph. = ἀσφόδελος.