outpost
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. προφυλακή, ἡ. Vedette: P. πρόσκοπος, ὁ (Xen.). Men on outpost duty: P. προφύλακες. οἱ. Military station: P. περιπόλιον, τό, φυλακτήριον, τό, P. and V. φρουρά, ἡ, φρούριον, τό. Fort in an enemy's country: P. ἐπιτείχισμα, τό.