κατάγλωσσος
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bavard;
2 plein de mots recherchés ou inusités.
Étymologie: κατά, γλῶσσα.
Russian (Dvoretsky)
κατάγλωσσος: атт. κατάγλωττος 2
1) болтливый Gell.;
2) пересыпанный малоупотребительными словами, написанный нарочито темным языком (ποιήματα Luc., Anth.).
German (Pape)
= κατάγλωττος.