μακρῶς
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
French (Bailly abrégé)
adv.
longuement;
Cp. μακροτέρως ou μακροτέρω, Sp. μακροτάτω.
Étymologie: μακρός.
Russian (Dvoretsky)
μακρῶς:
1 далеко, на большое расстояние (φέρεσθαι Arst.);
2 долго, медленно (ἐκμηρύεσθαι τὰς δυσχωριας Polyb.).