ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops
adj.
Assiduous: P. and V. λιπαρής (Plat.), Ar. γλισχρός. Industrious: P. φιλόπονος, φιλεργός. Obstinate: P. and V. αὐθάδης, V. ἔμπεδος.