ὑπεκπροφεύγω

Revision as of 08:20, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

English (LSJ)

A flee away secretly, escape and flee, ὑπεκπροφυγών Il. 20.147, 21.44; πῇ κεν ὑπεκπροφύγοιμι; Od.20.43: c. acc., εἴ πως . . ὑπεκπροφύγοιμι Χάρυβδιν 12.113; ὅτ' ἀνὴρ ὑπεκπροφύγῃ κακότητα Hes.Sc.42.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. φεύγω), heimlich aus einer Gefahr entfliehen, entkommen u. davonlaufen, Il. 20, 147. 21, 44 Od. 20, 43; – c. acc., Od. 12, 113; Hes. Sc. 42.

French (Bailly abrégé)

s'enfuir secrètement ; avec acc. : échapper à, éviter en fuyant.
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προφεύγω.

English (Autenrieth)

aor. 2 -φύγοιμι, part. -φυγών: escape by furtive flight.

Greek Monolingual

Α
διαφεύγω, ξεφεύγω κρυφά ή με επιτήδειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»].

Greek Monotonic

ὑπεκπροφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, αόρ. βʹ -έφῠγον· διαφεύγω κρυφά, δραπετεύω και τρέπομαι σε φυγή, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκπροφεύγω:
1) тайно убегать (ὑπεκπροφυγὼν ἵκετο δῶμα Hom.);
2) избегать, ускользать (τὴν Χάρυβδιν Hom.; κακότητα Hes.).

Middle Liddell

fut. -φεύξομαι aor2 -έφῠγον
to flee away secretly, escape and flee, Hom.