γεννικῶς
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
French (Bailly abrégé)
adv.
noblement ; bravement, courageusement.
Étymologie: γεννικός.
Russian (Dvoretsky)
γεννικῶς: мужественно, отважно Arph., Luc.