ἀκατασχέτως
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
French (Bailly abrégé)
adv.
sans pouvoir être contenu.
Étymologie: ἀκατάσχετος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατασχέτως: неудержимо, безудержно (φέρεσθαι πρὸς τὸν κίνδυνον Plut.; ἵεσθαι ἐπί τινα Diod.).