φειδωλῶς
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (Woodhouse)
(see also: φειδωλός) frugally, stingily
Russian (Dvoretsky)
φειδωλῶς: бережливо, на небольшие средства (τεθραμμένος Plat.).