Νομαδικός
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Numidie.
Étymologie: Νομαδία.
Russian (Dvoretsky)
Νομᾰδικός: нумидийский Polyb.