θεμιτεύω

Revision as of 23:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

= θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων keeping lawful orgies, E. Ba.79 (lyr., metri gr.).

German (Pape)

[Seite 1194] s. θεμιστεύω.

Greek (Liddell-Scott)

θεμῐτεύω: θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων, τηρῶν νόμιμα ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 79 (κατὰ Musgr., χάριν τοῦ μέτρου).

Greek Monolingual

θεμιτεύω (Α) θέμις (Ι)]
αντί θεμιστεύω, τελώ νομίμως.

Greek Monotonic

θεμῐτεύω: = θεμιστεύω, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θεμῐτεύω: справлять по установленным обычаям (ὄργια Eur.).

Middle Liddell

θεμῐτεύω, = θεμιστεύω, Eur.] [from θεμῐτός]