θεμιτεύω
English (LSJ)
= θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων keeping lawful orgies, E. Ba.79 (lyr., metri gr.).
German (Pape)
[Seite 1194] s. θεμιστεύω.
Greek (Liddell-Scott)
θεμῐτεύω: θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων, τηρῶν νόμιμα ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 79 (κατὰ Musgr., χάριν τοῦ μέτρου).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
θεμῐτεύω: = θεμιστεύω, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θεμῐτεύω: справлять по установленным обычаям (ὄργια Eur.).
Middle Liddell
θεμῐτεύω, = θεμιστεύω, Eur.] [from θεμῐτός]