λιθόβολος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ον, Pass., struck with stones, stoned, E. Ph. 1063 (lyr.).
Greek Monolingual
λιθόβολος, -ον (Α)
αυτός πού λιθοβολεῖται, λιθόβλητος («ἃ δράκοντος αἷμα λιθόβολον κατειργάσω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -βολος (< βόλος < βάλλω). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.].
Russian (Dvoretsky)
λῐθόβολος: пролившийся от удара камня (δράκοντος αἷμα Eur.).
Middle Liddell
λῐθο-βόλος, ον [cf. λιθοβόλος βάλλω
proparox. λιθόβολος, ον, pass. struck with stones, stoned, Eur.