μυροβόστρυχος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ον, = μυροβοστρυχόεις (with perfumed locks), AP 5.146 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 221] mit gesalbten, duftenden Locken, Mel. 105 (V, 147), wo v.l. μυρόβοτρυς.
Russian (Dvoretsky)
μῠροβόστρῠχος: с умащенными кудрями Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μῠροβόστρῠχος: -ον, ὁ ἔχων βοστρύχους μεμυρωμένους, Ἀνθ. Π. 5. 147.
Greek Monolingual
μυροβόστρυχος, -ον (Α)
μυροβοστρυχόεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βόστρυχος «πλεξούδα»].