συνευνάζομαι

From LSJ
Revision as of 08:00, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

French (Bailly abrégé)

ao. συνηυνάσθην;
s'unir à, τινι.
Étymologie: σύν, εὐνάζω.

Greek Monotonic

συνευνάζομαι: Παθ., κοιμάμαι μαζί με κάποιον, λέγεται για σαρκική επαφή, σε Πίνδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνευνάζομαι: вступать в половую связь (τινι Pind., Soph., Luc.).

Middle Liddell

Pass. to lie with, Pind., Soph.