ἀνείδεος

Revision as of 10:14, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, (εῖδος) formless, ὕλη Placit.1.2.3, cf. Ph.1.417, al., Plot.1.8.3, al., Ael.NA2.56; ὕλη without specific difference, Dam.Pr. 425; of persons, μικρά τις καὶ ἀνείδεος Aen.Gaz. Thphr.p.62B.

German (Pape)

[Seite 220] gestaltlos, roh, ὕλη ἄμορφος καὶ ἀν. Plut. plac. phil. 1, 9, vgl. ἀνίδεος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείδεος: -ον, (εἶδος) ὁ μὴ ἔχων εἶδος, δηλ. μορφήν, ἄμορφοι, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 310, Πλούτ. 2. 882C, Αἰλ. π. Ζ. 2. 56: - ὡσαύτως ἀνειδής, ἑς, Φίλων 1. 598.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans forme.
Étymologie: , εἶδος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1fil. informe ὕλη Placit.1.2.2, 1.9.4, Sallust.17.6, ἄποιος καὶ ἀ. καὶ ἀσχημάτιστος οὐσία Ph.1.547, cf. Dam.Pr.425, ἀ. καὶ ἄπλαστος φύσις Ph.1.528
subst. del mal respecto al bien οἷον ... ἀνείδεον πρὸς εἰδοποιητικόν como (es) lo informe a la causa formal Plot.1.8.3, cf. Iambl.Myst.1.5
teol. del Padre, Gr.Nyss.Eun.2.210, del Hijo, Basil.M.29.561C.
2 sin forma ἧπαρ μυῶν Ael.NA 2.56, ἡ μικρά τις καὶ ἀνείδεος ὑγρότης Aen.Gaz.Thphr.p.56
subst. ἀνείδεον Sch.Ar.Ra.1497.
II adv. -ως teol. sin forma del Espíritu Santo, Didym.Trin.2.4.8.

Greek Monolingual

ἀνείδεος, -ον (Α)
στερούμενος μορφής, άμορφος, ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + είδος «μορφή, σχήμα»].

Russian (Dvoretsky)

ἀνείδεος: бесформенный (ὕλη Plut.).