πιστικῶς
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
French (Bailly abrégé)
adv.
fidèlement.
Étymologie: πιστικός¹.
Russian (Dvoretsky)
πιστικῶς: верно: π. ἔχειν πρός τινα Plut. сохранять верность кому-л.