μυριόπους

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόπους Medium diacritics: μυριόπους Low diacritics: μυριόπους Capitals: ΜΥΡΙΟΠΟΥΣ
Transliteration A: myriópous Transliteration B: myriopous Transliteration C: myriopous Beta Code: murio/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, μυριόπουν, τό, gen. ποδος,
A ten-thousand-footed, many-footed, σκώληξ Tz.H.13.561, Sch.Nic.Th.805.
II having sides ten thousand feet long, τρίγωνον Thphr. CP 6.2.4.

German (Pape)

[Seite 219] ποδος, zehntausendfüßig, mit unzählig vielen Füßen, zehntausend Fuß lang, breit, Theophr. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων μυρίους πόδας, πολύπους, σκώληξ Νικ. Θ. 812, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 561. ΙΙ. ὁ ἔχων μυρίων ποδῶν μῆκοςπλάτος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 4.

Greek Monolingual

μυριόπους, -ουν (ΑΜ)
αυτός που έχει αναρίθμητα πόδια
αρχ.
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος μυρίων ποδών ή που έχει πλευρές μήκους μυρίων ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -πούς.