κερδαλέως
From LSJ
ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière avantageuse, utile.
Étymologie: κερδαλέος.
Russian (Dvoretsky)
κερδαλέως: по соображениям выгоды (δικαίως μᾶλλον ἢ κ. Thuc.).
English (Woodhouse)
(see also: κερδαλέος) profitably