unguarded
From LSJ
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ἄφρακτος, ἀφύλακτος, P. ἀφρούρητος.
Unwatched: P. and V. ἀφύλακτος, P. ἄφρουρος.
Exposed, not covered with armour: P. and V. γυμνός; see unarmed.
Unwalled: P. ἀτείχιστος.
Off one's guard: P. and V. ἀφύλακτος, ἄφρακτος (Thuc.), P. ἀπαράσκευος, ἀπροσδόκητος.