παρεισφρέω

From LSJ
Revision as of 12:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεισφρέω Medium diacritics: παρεισφρέω Low diacritics: παρεισφρέω Capitals: ΠΑΡΕΙΣΦΡΕΩ
Transliteration A: pareisphréō Transliteration B: pareisphreō Transliteration C: pareisfreo Beta Code: pareisfre/w

English (LSJ)

slip in, λαθραίως Tz.H.8.493.

German (Pape)

[Seite 513] eindringen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεισφρέω: λαθραίως προσέρχομαι, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 493, Φώτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 499.

Greek Monolingual

ΝΜ
εισέρχομαι ή εισάγομαι με δόλο ή κατά λάθος (α. «παρεισέφρησαν σφάλματα» β. «είχαν παρεισφρήσει αναρχικά στοιχεία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἰσφρέω «εισδύω, εισέρχομαι»].