παλεομίσημα
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], ατος, τό, (παλεός = παλαιός) ancient object of hate, Tim.Pers.90.
Greek Monolingual
παλεομίσημα, τὸ (Α)
αντικείμενο παλαιού μίσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλεός (βλ. λ. παλαιός) + μίσημα.
Full diacritics: πᾰλεομίσημα | Medium diacritics: παλεομίσημα | Low diacritics: παλεομίσημα | Capitals: ΠΑΛΕΟΜΙΣΗΜΑ |
Transliteration A: paleomísēma | Transliteration B: paleomisēma | Transliteration C: paleomisima | Beta Code: paleomi/shma |
[ῑ], ατος, τό, (παλεός = παλαιός) ancient object of hate, Tim.Pers.90.
παλεομίσημα, τὸ (Α)
αντικείμενο παλαιού μίσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλεός (βλ. λ. παλαιός) + μίσημα.