ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Full diacritics: παύστωρ | Medium diacritics: παύστωρ | Low diacritics: παύστωρ | Capitals: ΠΑΥΣΤΩΡ |
Transliteration A: paústōr | Transliteration B: paustōr | Transliteration C: paystor | Beta Code: pau/stwr |
-ορος, ὁ, = παυστήρ, νόσων Isyll. 56.
-ορος, ὁ, Α
αυτός που σταματάει ή διώχνει κάτι, που ανακουφίζει από κάτι, ο παυστήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του παυστήρ.