unruly
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ἄναρχος.
Lawless: P. and V. ἄνομος.
Disorderly: P. ταραχώδης, ἄτακτος, ὀχλώδης, V. ἄκοσμος, οὐκ εὔκοσμος.
Be unruly, v.: P. and V. ἀκοσμεῖν, P. ἀτακτεῖν.
Licentious: P. and V. ἀκόλαστος, ἀχάλινος (Eur., Frag.), Ar. and P. ἀκρατής, P. ὑβριστικός.
Unmanageable: P. δυσμεταχείριστος.
Disobedient: P. ἀπειθής, δυσπειθής; see disobedient.
Restive: P. and V. ὑβριστής, V. ἄστομος.
Be unruly, v.: P. and V. σκιρτᾶν.