unscrupulous
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
adj.
V. and V. τολμηρός, θρασύς, V. πάντολμος, παντότολμος.
Wicked: P. and V. κακός, πανοῦργος, πονηρός, V. παντουργός.
Reckless: P. and V. εὐχερής; see reckless.