περιρραντής
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
περιρραντοῦ, ὁ, sprinkler, temple-official at Sardes, BMus.Inscr.1031 (= Sardis 7(1).117, i B. C.).
Greek Monolingual
ὁ, Α περιρραίνω
αξιωματούχος ναού στις Σάρδεις που εκτελούσε ραντισμούς.