πεταλοποιός
From LSJ
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
English (LSJ)
πεταλοποιόν, making leaves of metal, goldbeater, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 604] Blätter, Platten von Metall machend, Klempner, Goldschläger (?).
Greek (Liddell-Scott)
πετᾰλοποιός: -όν, ὁ σχηματίζων φύλλα μετάλλου, ὁ σφυρηλατῶν τὸν χρυσόν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, Ν
αυτός που κατασκευάζει πέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλον + -ποιός].