ποθίερος

From LSJ
Revision as of 10:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθίερος Medium diacritics: ποθίερος Low diacritics: ποθίερος Capitals: ΠΟΘΙΕΡΟΣ
Transliteration A: pothíeros Transliteration B: pothieros Transliteration C: pothieros Beta Code: poqi/eros

English (LSJ)

ποθίερον, Dor. for προσίερος, dedicated, τοῦ θεοῦ to him, SIG672.13 (Delph., ii B.C.); τὰ π. καὶ δαμόσια ib.671A4 (ibid., ii B.C.); μνᾶς π. τριάκοντα Ἀρχ. Δελτ. 2.264 (Phocis).

Greek (Liddell-Scott)

ποθίερος: -ον, (= προσίερος) ποθίερον τῷ Ἀσκλαπιῷ τάλαντον Ἐπιγρ. Ἐλατείας, Rang. Ant. hel. 955· ― ποθιέρους μνᾶς τῷ θεῷ Ἐπιγρ. Τιθορέας, Ulr. Reis. u. Forsch. II, σ. 126· ― ἀργύριον ποθίερον τοῦ θεοῦ Ἐπιγρ. Δελφῶν Bul. de cor. hel. V, σ. 162, Συναγωγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) ιερός, αφιερωμένος σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + ἱερός, με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- προ δασυνόμενης λ.].