vex
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. λυπεῖν, ἀνιᾶν, δάκνειν, ὄχλον παρέχειν (dat.), Ar. and P. ἐνοχλεῖν (acc. or dat.), πράγματα παρέχειν (dat.), ἀποκναίειν, Ar. and V. κνίζειν, V. ὀχλεῖν, γυμνάζειν, ἀλγύνειν, P. διοχλεῖν.
Harass: P. and V. πιέζειν.
Be vexed: P. and V. λυπεῖσθαι, ἀνιᾶσθαι, βαρύνεσθαι, δάκνεσθαι, ἄχθεσθαι, Ar. and P. ἀγανακτεῖν. P. δυσχεραίνειν, χαλεπῶς φέρειν, Ar. βαρέως φέρειν; see be distressed, under distress.
Be vexed at: P. and V. ἄχθεσθαι (dat.), δυσφορεῖν (acc. or dat.), Ar. and P. χαλεπαίνειν (dat.), ἀγανακτεῖν (dat.), P. δυσχεραίνειν (acc., dat. or ἐπί, dat.), χαλεπῶς φέρειν (acc. or dat.), V. λυπρῶς φέρειν (acc.), πικρῶς φέρειν (acc.), δυσφόρως ἄγειν (acc.), ἐπάχθεσθαι (dat.), ἀσχάλλειν (acc. or dat.) (rare P.); see be angry at, under angry.