προσεκδεκτέον
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
(as if from *προσεκδέχομαι) one must understand a thing in a certain sense besides, Sch.A.R.3.601.
Greek (Liddell-Scott)
προσεκδεκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. ὡς ἐκ ῥήματ. προσεκδέχομαι, πρέπει τις προσέτι νὰ παραδεχθῇ τι ὡς ἔχον οὕτω κτλ., Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 601.