πυρίδρομος

Revision as of 11:32, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ον, fiery in its course, ἥλιος Orph.H.8.11, prob. in A. 1122.

German (Pape)

[Seite 822] im Feuer laufend, feuriges Laufs, Orph. S. πυρίβρομος.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίδρομος: -ον, ὁ πύρινον ἔχων δρόμον, ἥλιος Ὀρφ. Ὕμν. 7. 11., 19. 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τρέχει πάνω σε πύρινο δρόμο («πυρίδρομος ήλιος», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ναυσίδρομος].