πυρίβρομος
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
πυρίβρομον, roaring with fire, ἠέλιος Orph.A.1122 (nisi leg. -δρομος) Ζεύς Id.H.20.2.
German (Pape)
[Seite 822] im Feuer, am Feuer od. durch Feuer brausend; Orph. Arg. 1120, v.l. πυρίδρομος; vgl. Hymn. 20, 2. 58, 2, vom Zeus u. Eros.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίβρομος: -ον, βρέμων πυρί, Ὀρφ. Ἀργ. 1120, Ὕμν. 19, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βροντά στη φωτιά ή αυτός που βροντά μέσα από τη φωτιά, με τη χρήση φωτιάς («πυρίβρομος Ζεύς», Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βρομος (< βρόμος < βρέμω «ηχώ δυνατά, βροντώ»), πρβλ. βαρύ-βρομος].