κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Full diacritics: πρόσευξις | Medium diacritics: πρόσευξις | Low diacritics: πρόσευξις | Capitals: ΠΡΟΣΕΥΞΙΣ |
Transliteration A: próseuxis | Transliteration B: proseuxis | Transliteration C: prosefksis | Beta Code: pro/seucis |
-εως, ἡ, = προσευχή, Orph.H.15.2, Glossaria.
[Seite 763] ἡ, = προσευχή, Orph. H. 14, 2.
πρόσευξις: ἡ, = προσευχή, Ὕμν. Ὀρφ. 14. 9.
-εύξεως, ἡ, Α προσεύχομαι
η προσευχή.