Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σημόθετος

From LSJ
Revision as of 15:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημόθετος Medium diacritics: σημόθετος Low diacritics: σημόθετος Capitals: ΣΗΜΟΘΕΤΟΣ
Transliteration A: sēmóthetos Transliteration B: sēmothetos Transliteration C: simothetos Beta Code: shmo/qetos

English (LSJ)

ον, poet. σᾱμο-, placed as a mark, AP6.295 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 875] mit einem Zeichen versehen, bezeichnet, πορεία, Phani. 3 (VI, 295).

Russian (Dvoretsky)

σημόθετος: дор. σᾱμόθετος 2 (раз)меченный (λεία Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σημόθετος: -ον, ὁ ἔχων σημεῖον ἐπιτεθειμένον ἢ προσκεκολλημένον, «σημαδευμένος», Ἀνθ. Π. 6. 295.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. σαμόθετος, -ον, Α
αυτός που έχει πάνω του τοποθετημένο ή προσκολλημένο σημάδι.

Greek Monotonic

σημόθετος: -ον, αυτός πάνω στον οποίο έχει τεθεί ή κολληθεί ένα σημάδι, σημαδεμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

σημό-θετος, ον,
having a mark set or affixed, Anth.