σταχυηκόμος

From LSJ
Revision as of 11:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠηκόμος Medium diacritics: σταχυηκόμος Low diacritics: σταχυηκόμος Capitals: ΣΤΑΧΥΗΚΟΜΟΣ
Transliteration A: stachyēkómos Transliteration B: stachyēkomos Transliteration C: stachyikomos Beta Code: staxuhko/mos

English (LSJ)

σταχυηκόμον, cultivating ears of corn, Δημήτηρ Nonn. D. 1.104.

German (Pape)

[Seite 931] Aehren pflegend, Nonn. D. 1, 104.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυηκόμος: -ον, ὁ καλλιεργῶν στάχυας σίτου, ἐπιμελόμενος τῶν «γεννημάτων», Δημήτηρ Νόνν. Δ. 1. 104.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καλλιεργεί σιτηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. παιδο-κόμος. Το συνδ. φων. -η- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].