στλέγγισμα

From LSJ
Revision as of 15:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στλέγγισμα Medium diacritics: στλέγγισμα Low diacritics: στλέγγισμα Capitals: ΣΤΛΕΓΓΙΣΜΑ
Transliteration A: stléngisma Transliteration B: stlengisma Transliteration C: stleggisma Beta Code: stle/ggisma

English (LSJ)

ατος, τό, like γλοιός, the oil and dirt scraped off by the στλεγγίς, Arist.Mir.839b25; in form στέλγισμα, Lyc. 874.

German (Pape)

[Seite 945] τό, seltener στέλγισμα, der mit der Streichplatte, στλεγγίς, abgeriebene Schmutz, Schweiß mit Oel vermischt; Lycophr. 874; Strab.

Russian (Dvoretsky)

στλέγγισμα: ατος τό снимаемая скребком грязь Arst.

Greek (Liddell-Scott)

στλέγγισμα: τό, ὡς τὸ γλοιός, τὸ ἔλαιον καὶ ὁ ῥύπος, τὰ ἀποξέσματα διὰ τῆς στλεγγίδος, Λατ. strigmenm, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 105· ἐν τῷ τύπῳ στέλγισμα, Λυκόφρ. 874.

Greek Monolingual

και στέλγισμα, -ίσματος, τὸ, Α στλεγγίζω
ο ρύπος που αποξέεται με τη βοήθεια της στλεγγίδας, το απόμαγμα.