στραβοπόδης
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
στραβοπόδου, ὁ, with twisted feet, Hdn.Epim.5,212.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰβοπόδης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων τοὺς πόδας συνεστραμμένους, στραβούς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 5 καὶ 212.
Greek Monolingual
-α, -ικο / στραβοπόδης, ό, ΝΑ
αυτός που έχει στρεβλά πόδια, ραιβόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- του στρεβ-λός + -πόδης (< πούς, ποδός)].