συγκάλυμμα

From LSJ
Revision as of 19:25, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκάλυμμα Medium diacritics: συγκάλυμμα Low diacritics: συγκάλυμμα Capitals: ΣΥΓΚΑΛΥΜΜΑ
Transliteration A: synkálymma Transliteration B: synkalymma Transliteration C: sygkalymma Beta Code: sugka/lumma

English (LSJ)

[κᾰ], ατος, τό, a covering, LXX De.22.30 (23.1), 27.20:

German (Pape)

[Seite 964] τό, Bedeckung von allen Seiten, Umhüllung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκάλυμμα: τό, = κάλυμμα, σκέπασμα, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΒ΄, 30., ΚΖ΄, 20)· - συγκαλυμμός, ὁ, πλημμ. γραφὴ ἀντὶ ἐγκαλ- ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1496.

Greek Monolingual

-ύμματος, τὸ, Α συγκαλύπτω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγκαλύπτω.