φρικωδία
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
ἡ, horribleness, Nicom. ap. Phot.Bibl.p.143 B.
German (Pape)
[Seite 1306] ἡ, Rauhheit, Unebenheit. – Uebtr., Schauerlichkeit, Phot. bibl.
Greek (Liddell-Scott)
φρῑκωδία: ἡ, τὸ φρικῶδες, Νικόμ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 143. 29.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φρικώδης
φρικαλεότητα.