χαμαιτυπία
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
ἡ, whoredom, Alciphr.3.64, Man. 4.353.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιτῠπία: ἡ, πορνεία, περὶ χαμαιτυπίας εἱλεῖσθαι (ἔνθα ὁ Ber…ler διορθοῖ: περὶ χαμαιτυπεῖα): νύκτωρ δὲ περικαλύπτοντα τὴν κεφαλὴν τριβωνίῳ καὶ περὶ χαμαιτυπεῖα εἱλούμενον Ἀλαίφρων 3. 64· ἐκ ... χαμαιτυπίης ἕξει βίον εὔπορον ἀεὶ Μανέθων 4, 353.
Greek Monolingual
και ιων. τ. χαμαιτυπίη, ἡ, Α χαμαιτυπῶ
η πορνεία.
German (Pape)
ἡ, das Leben einer Gassenhure, Hurerei, Alciphr. 3.64; Hesych.