ψίζομαι
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
weep, ἄ με ψισδομένα κατελίμπανεν Sapph.Supp.23.2; ψιζομένη· κλαίουσα, Hsch.; ἔψιδεν· ἔκλαυσεν, Id.; cf. ψίνδεσθαι.
Greek Monolingual
και ψίσδομαι Α
κλαίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία (πρβλ. σίζω)].
Frisk Etymology German
ψίζομαι: {psízomai}
Grammar: v.
Meaning: weinen in ψιζομένη· κλαίουσα H. = äol. ψισδομένα (Sapph. 94, 2); ἔψιδ<δ>εν· ἔκλαυσεν, ψίνδεσθαι· κλαίειν H.
Etymology: Wohl lautmalend; vgl. σίζω; s. auch ψόφος.
Page 2,1137